- φορβάδι
- φορβάςgiving pasturemasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπροπίπτω — ἐπιπροπίτπω (Α) [προπίπτω] 1. ρίχνομαι πάνω σε κάτι ή κάποιον («φορβάδι ἴσος ἐπιπροπεσών», Απολλ. Ρόδ.) 2. εκτείνομαι … Dictionary of Greek